Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ ΕΝΑΣ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΣΤΗΣ…

 βαδίζω απρόσεκτα, χορεύω    γλιστράω, κρατιέμαι την εσχάτη στιγμή

παίζω με την κομμένη σας ανάσα    περιγελώ τα επιφωνήματα

εγώ ο ίδιος πριονίζω το σχοινί

στο χέρι μου κρατάω σφιχτά τον ουρανό    τον τρύπιο σκούφο μου για τα φιλοδωρήματα

 

το ξέρω πως θα συντριβώ

το αίμα μου πάνω στην άσφαλτο θα σχηματίσει    ένα παράξενο φεγγάρι

οι νοσοκόμοι με τα άγρια γένια    θα διασώσουν μοναχά

κείνο το εκθαμβωτικό λουλούδι     που θ’ ανθίσει στο σημείο που έπεσα

[ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ από ομότιτλη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου (1979) -  κι άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή έτσι όπως ανθολογήθηκαν στη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΟΥΣ, Επιλεγμένα Ποιήματα 1966-2017]

 


ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 1979)

αν μπορούσα

να αιχμαλωτίσω στην ανοιχτή μου παλάμη

το χαμόγελο ενός παιδιού

ένα κουτάβι που κουνάει την ουρά του στον ήλιο

κι αυτή τη λάμψη των ματιών σου

αν μπορούσα

να οδηγήσω τις λέξεις μου

στην τροχιά που χαράζει το βλέμμα σου

στην ατέρμονη πορεία ενός άστρου

αν μπορούσα

να μιλήσω τα λιγοστά μου λόγια

με το πάθος

με τη βεβαιότητα της αγάπης μου

αν μπορούσα

θα σ’ έπαιρνα απ’ το χέρι

και θα ταΐζαμε έναν πεινασμένο κόσμο

κι ύστερα θα ράντιζα

αν μπορούσα

μ’ ένα τέτοιο σπέρμα να γονιμοποιήσω το άπειρο

 

ΠΟΙΗΤΗΣ

εγώ δεν γράφω στίχους

δεν τραγουδάω

σαν προαιώνιος κατακλυσμός

κλονίζω τα ίδια φράγματα

σαν την πανούργα θάλασσα

κατατρώω τον ίδιο βράχο

σαν πεισματάρης γύφτος

δουλεύω το ίδιο φυσερό

ανάβω την ίδια φλόγα

κολλάω αφίσες με το σάλιο μου

σκίζω στολές

τσακίζω αλύπητα παράσημα

χορεύω στις ανύποπτες πλατείες σας

μπερδεύω τους λογαριασμούς σας

ανοίγω το κλουβί να φτερουγίσετε

 

αδειάζω ένα τσουβάλι ζωγραφιές στα πόδια σας

[από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 1979]

 

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΜΠΑΛΟΝΙ (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 1979)

αγόρασα ένα μαγικό μπαλόνι

μη με ρωτήσετε πότε και πού

είναι σαν να το είχα πάντα

κι όμως θυμάμαι ότι το πλήρωσα πανάκριβα

έδωσα το δεξί μου χέρι

κομμάτια ματωμένα από τη γούνα μου

γι’ αυτό και το κρατάω τρυφερά

μα δεν το κρύβω σε δωμάτια μυστικά

το περιφέρω στους μεγάλους δρόμους

και το εκθέτω στους πιο άγριους καιρούς

κι εκείνο αντέχει μ’ ένα τρόπο θαυμαστό

του ψιθυρίζω λέξεις

μουσικές

και το κοιτάζω εκστατικά

μπορώ να διακρίνω μέσα του ολοκάθαρα

μυριάδες χώρες άγνωστες και μακρινές

και πολιτείες μυθικές ονειρεμένες

άστρα, πλανήτες, νεφελοειδείς και γαλαξίες

και πάνω απ’ όλα

εσένα, τα παιδιά, τον ήλιο το μοναδικό

το κόκκινο ολοκόκκινο σου ρούχο

 

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

τα χημικά κατάλοιπα

οι καπνοδόχοι των εργοστασίων

οι υψηλές οικοδομές, τα αυτοκίνητα

είναι απλά κι ενδεικτικά συμπτώματα

 

μολύνθηκε η ζωή μας ανελέητα

από τα καυσαέρια των εκκλησιών

τους θλιβερούς δασκάλους που υπηρετούν

τις υποκριτικές σας σχέσεις

 

μολύνθηκε η ζωή μας ανελέητα

από τις διάφορες στολές

τα προσωπεία

τη στρατιωτική σας μπάντα

τους νόμους σας και τις διατάξεις

 

ευγενικοί μου συμπολίτες

να μη ρυπαίνετε το περιβάλλον

με την παρουσία σας

[από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 1979]

 

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 1979)

είναι μικρός τόσο μικρός

αυτός ο τόπος

μόλις χωράει τους μικρούς καιρούς που ζούμε

μόλις χωράει τις μικρές λογιστικές καρδιές σας

 

ακούστε βολεμένοι

που μετράτε τις δεκάρες σας

σαν τα τριάντα αργύρια της μίζερης ψυχής σας

ένας μετεωρίτης στροβιλίζεται πυρακτωμένος

σβήνει τα τεχνητά σας φώτα

και σας ραντίζει με τις σπίθες του

και να σας κάψει απειλεί με τη φωτιά του

ακούστε ευνούχοι

με τις λεπτές φωνές και τα καμώματα

της κοινωνίας των εμπόρων

ακούστε εμένα που κατέβηκα μήνα Νοέμβρη

με το φαρμακερό αερόπλοιο του σκορπιού

και σας κεντάω θανάσιμα με την ουρά μου

 

πάνω στις γειτονιές σας απλώνεται ακατάλυτο

μεθυστικό

το ανεξήγητο τραγούδι μου

 

ΕΛΛΑΔΑ 1979

με το αίμα μου σε ιστορώ πατρίδα μου

 

πολιτείες παραδομένες στο μπετόν

δρόμοι σημαδεμένοι με ξενικές επιγραφές

κάθε οικοδομή και μία τράπεζα

κάθε γωνιά κι ένα φροντιστήριο

κάθε διαμέρισμα κι ένα διαφθορείο

οι νέοι με τα μηχανάκια

τα αυτοκίνητα στο πεζοδρόμιο

αναρίθμητα ξενοδοχεία και υπηρέτες

εκτρώσεις σε ιδιωτικά ιατρεία

οι άρρωστοι στους διαδρόμους των νοσοκομείων

δεκατρείς χιλιάδες δικηγόροι στην πρωτεύουσα

και οι εργολάβοι σε απεργία

με παγάκια και ξηρούς καρπούς

προδότες που δοξολογούνται

δοσίλογοι που αμείβονται

χαφιέδες που καταχωρούν τα ίχνη της αγωνίας μας

 

στο καφενείο του χωριού ο λαός περιμένει

πριν και μετά τις διαφημίσεις

το επόμενο έμβασμα του μετανάστη

το επόμενο αστυνομικό σήριαλ

την επόμενη μοναδική διέξοδο

κοινή ευρωπαϊκή εξαγορά

 

τα ψάρια νεκρά

ο αέρας μαύρος

η γη πουλημένη

 

κι η ελιά να γαντζώνεται με πείσμα

ν’ απλώνει παλάμες στον γαλάζιο ουρανό

αιώνες τώρα

και τα πεύκα να χαϊδεύουν τη θάλασσα

 

πατρίδα μου

το μεγαλείο σου τέλος δεν έχει

[από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 1979]

 

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 1979)

ωραία που ήταν η συγκέντρωση

στην πιο μεγάλη μας πλατεία

ωραία τα μάρμαρα

ωραία τα μέγαρα

ωραίο και το παλιό εργατικό μας κέντρο

 

οι εργάτες είχαν ήδη φύγει

να κάνουν την πρωτομαγιά στις γύρω εξοχές

με τις γυναίκες, τα παιδιά και τα γεμάτα τους καλάθια

απόμεινες εσύ

απόμεινα εγώ

να κρατάμε ένα απορημένο λάβαρο

και τα στολισμένα μπαλκόνια

με τους βραχνούς ομιλητές

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

είμαι πλασμένος από μαύρο χώμα

ανθίζω όπως η μυγδαλιά το καταχείμωνο

φέρνω πολύτιμο μέσα στις φλέβες μου

αυτής της ίδια γης το σπέρμα

 

φιλάω μία-μία τις άκρες των δαχτύλων σου

διατρέχω με τα χείλη μου

το κάθε εκατοστό του δέρματός σου

αγγίζω ψηλαφώ ορθώνω τις σκληρές θηλές σου

ψάχνω τις εσοχές σου με τη γλώσσα μου

τις εξοχές σου με τις μύτες των δοντιών

βρίσκομαι πάνω, πλάι, κάτω σου

εισβάλλω μένω ακίνητος

σαν κορυφή βουνού

που την τυλίγει ο μπαμπακένιος ουρανός

νιώθω να πάλλεσαι σαν τρυφερή χορδή

να χαλαρώνεις και να σφίγγεσαι

ν’ αποτραβιέσαι και να δίνεσαι

εισπνέω αχόρταγα το άρωμα

μετράω τους σπονδύλους σου

αδειάζω βίαια τη ραχοκοκαλιά μου

τον νωτιαίο μου μυελό

λούζομαι μέσα στα δάκρυα των μαλλιών σου

 

είμαι ένα πυρωμένο σίδερο

που ανεξίτηλο χαράζει  στη μήτρα σου το μέλλον

κάθε σου ηδονικός σπασμός

μια οιμωγή του κόσμου που γεννιέται

 

είμαι η ίδια η ζωή

και είμαι αθάνατος

[από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 1979]

 

 

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟ ΠΙΟ ΩΡΑΙΟ (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 1979)

το ποίημα το πιο ωραίο

τους απαράμιλλους στίχους

τους έγραψες εσύ

έφηβη όταν δούλεψες καπνεργάτρια

για να πληρώσεις το ψωμί και το βιβλίο σου

 

το ποίημα το πιο ωραίο

τους απαράμιλλους στίχους

και πάλι εσύ τους γράφεις

στα δικόγραφα και τις γυμνές αίθουσες

τους απαγγέλεις με πεντακάθαρη φωνή

μπροστά σ’ εκείνους που δικάζουν τα παιδιά

για τις εφημερίδες, τα χουνιά και τις αφίσες

 

σηκώνομαι και σε φιλώ ψηλά στο μέτωπο

σφίγγω συντροφικά το χέρι σου

μοιράζομαι με ευγνωμοσύνη το φορτίο

ποιήτρια της καθημερινής ζωής

 

ΠΟΥ ΠΑΜΕ

ξεκινάμε κάθε πρωί

αρματωμένοι μ’ ένα φλογισμένο νου

και βγαίνουμε ξυπόλυτοι στον δρόμο

 

πού πάμε

και πού περιφέρουμε

αυτό το μεθυσμένο όραμα

ποιους προσπαθούμε να πλανέψουμε

μιλώντας τη δική μας γλώσσα

ίσως αγγίζοντας τις κορυφές των δένδρων

 

ξεκινάμε κάθε πρωί

όπως ο ήλιος και το φως

ακολουθούν τη φυσική πορεία τους

[από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 1979]

 

ΤΙ ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 1979)

και ποιον δεν περιμένει το άγιο σκοτάδι

η λησμονιά, η σιγή, το τέλος

καθώς θα εκσφενδονιστεί η μάταιη γη

στην πρώτη και έσχατη πατρίδα μας

καθώς αδιάφορο θα μας υποδεχθεί το χάος

τι θ’ απομείνει άραγε

παρά τα φωτεινά κουρέλια

οι πέντε τρομερές μου λέξεις

για να περιμαζέψουνε με δέος οι κοσμοναύτες

σ’ άλλα συστήματα αστρικά

να αναστήσουνε τους πεθαμένους ήλιους

που γύρω τους θα περιφέρονται

πλανήτες με λαμπρούς πολιτισμούς

 

το άπειρο μιλάει με τη φωνή μου

 

ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ

και μην παραγνωρίζετε τον κίνδυνο

εγώ αμείβομαι πλουσιοπάροχα

έχω μεγάλα δικαιώματα συγγραφικά

είμαι ένας Σάυλωκ παράξενος

σας δινω την ψυχή μου δώρο

και παίρνω τη δική σας την ψυχή

προσάναμμα μιας φωτιάς πάντα καινούριας

[από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 1979]

 

ΘΑ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΘΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ (αμίλητοι θα ταξιδέψουμε η ζωή θα γλιστράει δίπλα αφήνοντας την ψευδαίσθηση της κίνησης):

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ (Θεσσαλονίκη 1938) συγκεντρώνει στον τόμο ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΟΥΣ μια επιλογή ποιημάτων του απ’ όλες τις μέχρι σήμερα ποιητικές συλλογές του. Πρόκειται, όπως εύστοχα σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου ο Πέτρος Γκολίτσης «για ένα βιβλίο με ποιήματα χρωμάτων και αφής που συνδυάζουν  τον μυστικισμό με τη γείωση –με το δικό του διακριτό και κατεκτημένο τρόπο- για ένα απόσταγμα που εκ των πραγμάτων συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίοδο του βίου του, στα 80 του χρόνια, δηλαδή τώρα που οδεύει προς το πέρας μιας βιο-γραμμής και μια ποιητικής διαδρομής. Θέτοντας και ενεργοποιώντας τις προτεραιότητες, ποιητικές και βιωματικές, που τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη, εκτενή και επαρκή θα λέγαμε επιλογή. Η οποία ενώ στέκεται και λειτουργεί σαφώς αυτόνομα, συνάμα καλεί και προς το σύνολο των ποιημάτων του… Σε μια σύντομη αναδρομή, αξίζει να σημειωθεί, πως ο αρχικά «κοινωνικός» ποιητής Νικηφόρου, περνά σε μια υπαρξιακή – υποστασιακή ποίηση, για να καταλήξει  μέσα από τον «μυστικισμό» στο «τίποτα» που, ενώ μας γεννά, οριστικά και αμετάκλητα μας καταπίνει… Αν έπρεπε να συνοψίσουμε τη στάση του θα λέγαμε πως είναι κάποιος που αποφασίζει «το φως», χωρίς να αγνοεί το βάθος του πραγματικού. Έτσι αντιρροπιστικά, πρεσβεύει πως η φύση του κόσμου φαίνεται να είναι πιο κοντά στον αλληλοσπαραγμό και στην κίνηση των σαρκοβόρων, παρά σε μια αέρινη και φωτεινή πραγματικότητα. Η «ιδέα» αυτή του σαρκοβόρου διαπερνά και «διαποτίζει» το σύνολο του έργου του, λειτουργώντας τόσο στο μεταφυσικό και θρησκευτικό επίπεδο, όσο και στο «κρατικό-εξουσιαστικό». Ο Νικηφόρου ως υποβολέας-medium, με τα ποιήματα-«οράματά» του, μας καλεί να γνωρίσουμε τις αναλαμπές αυτού που όντως είδε…» Και ο Πέτρος Γκολίτσης, κλείνοντας τη σύντομη εισαγωγή συμπεραίνει: «Ο Τόλης Νικηφόρου, ως άλλος Αναγνωστάκης, σε μεταφυσικά αυτή τη φορά πλαίσια, θα μας πει (;): ΣΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΠΑΙΖΑΜΕ. Αποφαινόμενος επαναληπτικά και ρέποντας προς: «… το όχι φως», προτάσσει τον παρηγορητικό ρόλο της τέχνης»

Παρασκευή, 22 Ιανουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ